δολλάριο

δολλάριο
[доларио] ουσ. о. доллар.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δολλάριο" в других словарях:

  • Κωνσταντίνου, Γιώργος — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση της κωμωδίας του Αριστοφάνη Πλούτος (1957). Συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και σε λίγα χρόνια έγινε γνωστός με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουστάκας, Σωτήρης — (Λεμεσός Κύπρου 1940 –). Ηθοποιός. Εκ των χαρισματικών ερμηνευτών που διακρίθηκε κυρίως στην κωμωδία και την επιθεώρηση, αλλά με ικανότητες σε πληθώρα άλλων ειδών. Στην Κύπρο ακόμα όταν τελείωσε το σχολείο είχε την πρώτη του επαφή με το θέατρο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»